- ἔκτρησις
- ἔκτρησιςholefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκτρήσεις — ἔκτρησις hole fem nom/voc pl (attic epic) ἔκτρησις hole fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτρήσιας — ἔκτρησις hole fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτρήσιες — ἔκτρησις hole fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκτρησιν — ἔκτρησις hole fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκτρηση — η (Α ἔκτρησις) διάτρηση, τρύπημα, τρύπα … Dictionary of Greek
διέκτρηση — διέκτρησις, η (Α) [έκτρησις] τρύπα ανοιχτή από το ένα άκρο ώς το άλλο … Dictionary of Greek
ἐκτρήσεως — ἐκτρήσεω̆ς , ἔκτρησις hole fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)